σκαμπάζω

σκαμπάζω
σκαμπάζω βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαμπάζω — Ν 1. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω 2. φρ. «δεν σκαμπάζει γρι» δεν ξέρει ή δεν καταλαβαίνει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκαμβάζω «είμαι διεστραμμένος», το οποίο έλαβε και τη σημ. «παρατηρώ προσεκτικά, βλέπω»] …   Dictionary of Greek

  • σκαμπάζω — γνωρίζω, καταλαβαίνω: Δε σκαμπάζει καθόλου από μαθηματικά. – Κάτι σκαμπάζει από ξένες γλώσσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρυ — (AM γρῡ) φρ. «δεν είπε γρυ > > δεν είπε τίποτε (πρβλ. α. «τὸν μηδὲ γρῡ ἀντιφθεγγόμενον», Ευστάθιος β. «ὑπὲρ μὲν οἴνου μηδὲ γρῡ τιτθὴ λέγε», Μένανδρος γ. «περὶ δὲ Φωκέων ἤ Θηβαίων... οὐδὲ γρῡ», Δημοσθένης δ. «καὶ ταῡτ ἀποκρινομένω τὸ παράπαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”